- σκαφοειδής
- σκᾰφο-ειδής, ές,A like a bowl, hollow, Eudox.Ars 12.9, D.S.2.31, Placit.2.22.2, al., Gal.UP3.6, Ach. Tat.Intr.Arat.19; τὸ ς. bowl-shaped body, Placit.2.24.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκαφοειδής — like a bowl masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφοειδής — ές, ΝΑ αυτός που είναι όμοιος με σκάφη, που έχει σχήμα σκάφης ή λεκάνης, σκαφιδωτός, κοίλος («τὸν ἥλιον... σκαφοειδῆ, ὑπόκυρτον», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «σκαφοειδές οστό» ανατ. i) το μεγαλύτερο και το πιο έξω από τα τέσσερα οστά τού πρώτου… … Dictionary of Greek
σκαφοειδῆ — σκαφοειδής like a bowl neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκαφοειδής like a bowl masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκαφοειδής like a bowl masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφοειδεῖ — σκαφοειδής like a bowl masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σκαφοειδής like a bowl masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφοειδεῖς — σκαφοειδής like a bowl masc/fem acc pl σκαφοειδής like a bowl masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφοειδές — σκαφοειδής like a bowl masc/fem voc sg σκαφοειδής like a bowl neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφοειδοῦς — σκαφοειδής like a bowl masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφοειδέσι — σκαφοειδής like a bowl masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Os scaphoïde — Le scaphoïde (du grec ancien σκαφοειδής « qui ressemble à un bateau allongé », composé de σκάφη « objet creux, barque » et de ει̃δος « aspect, forme »[1]). est un os de la première rangée du carpe dont le rôle… … Wikipédia en Français
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… … Dictionary of Greek